Παράρτημα της Επιστολής προς το Σώμα και τους Προέδρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ

Δώδεκα βασικές αρχές οι οποίες θα πρέπει να διέπουν τις πολιτικές που σχετίζονται με τον
έλεγχο του ωραρίου εργασίας, την κινητικότητα του προσωπικού
και την επαγγελματική ανεπάρκεια

 

Για την κινητικότητα

(1) Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι πολιτικές της κινητικότητας διευκολύνουν την απόκτηση της γνώσης και της εμπειρίας που είναι απαραίτητες προκειμένου να εξασφαλίζεται η ανάπτυξη του πολιτικού ρόλου των θεσμικών οργάνων καθώς και η πλήρης έκφραση του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής.

Για τον έλεγχο του ωραρίου εργασίας

(2) Ο έλεγχος του ωραρίου εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συναδέλφους και στη διοικητική ευθύνη των υπευθύνων των ομάδων, αποτρέποντας παράλληλα τον κίνδυνο αυθαίρετων και υπερβολικών ελέγχων.

(3) Θα πρέπει να αποφεύγεται η συστηματική χρήση ηλεκτρονικών ελέγχων, οι οποίοι δεν συνάδουν με τον ευέλικτο τρόπο εργασίας ενός δυναμικού και σύγχρονου οργανισμού, ο οποίος πέρα από τον διοικητικό του ρόλο έχει και πολιτικές ευθύνες.

Για τις διαδικασίες που σχετίζονται με την επαγγελματική ανεπάρκεια

(4) Θα πρέπει να προαχθεί μια διαδικασία έγκαιρης διάγνωσης, προκειμένου να αποφεύγονται οι περιπτώσεις επαγγελματικής ανεπάρκειας και οι κυρώσεις που έχουν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία των υπαλλήλων θα πρέπει να περιορίζονται αποκλειστικά σε σοβαρές, δικαιολογημένες περιπτώσεις.

(5) Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο εντοπισμός της ανεπάρκειας θα αφορά μόνο σε στοιχεία τα οποία έχουν ήδη γνωστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης και για τα οποία θα πρέπει να είχε δοθεί στο ενδιαφερόμενο άτομο η δυνατότητα αντίδρασης, λήψης διορθωτικών μέτρων και υποστήριξης.

(6) Με την εξαίρεση των απόλυτα δικαιολογημένων περιπτώσεων, η διάγνωση της ανεπάρκειας θα πρέπει να περιορίζεται στα άτομα τα οποία δεν έχουν αναγνωριστεί για τα επαγγελματικά τους προσόντα μέσω προαγωγής. Οποιοσδήποτε άλλος τύπος ανεπάρκειας πιθανότατα οφείλεται σε ακατάλληλο επαγγελματικό προσανατολισμό ή κακή διαχείριση της υπηρεσίας.

(7) Η διαχείριση της ανεπάρκειας θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ξεχωριστό σε σχέση με την κλασική ετήσια αξιολόγηση, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς το περιεχόμενο και θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το σύνολο των τελικών αποφάσεων θα λαμβάνεται από μια επιτροπή η οποία θα αποτελείται κατά το ήμισυ από αντιπροσώπους του προσωπικού (μικτή επιτροπή).

(8) Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το άτομο το οποίο έχει κινήσει τη διαδικασία θα αναφέρει λεπτομερώς το αιτιολογικό, το οποίο θα πρέπει να παρουσιαστεί στη μικτή επιτροπή.

(9) Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της σταδιοδρομίας του εν λόγω ατόμου. Η γνώμη ενός μόνο ατόμου δεν μπορεί να υπονομεύσει τη σταδιοδρομία ενός άλλου: κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλη ανασφάλεια εστιάζοντας σε ένα αρνητικό περιστατικό. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι θετικές πτυχές μιας σωστά δομημένης σταδιοδρομίας.

(10) Θα πρέπει να επιτρέπεται, εφόσον το ενδιαφερόμενο άτομο το ζητήσει, να ληφθεί υπόψη η γνώμη των συναδέλφων του.

(11) Θα πρέπει να προβλεφθεί η παρακολούθηση των διαδικασιών που έχουν κινηθεί, καθώς και η κατάρτιση και η ευαισθητοποίηση των αξιολογητών απέναντι στην ευθύνη τους, προκειμένου να αποτρέπονται οι καταχρήσεις.

(12) Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι ένα άτομο το οποίο αντιμετώπισε ένα πρόβλημα δεν θα υποφέρει καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του για τον ίδιο λόγο. Μετά την επιβολή και την εφαρμογή των κυρώσεων, στις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο οι άμεσοι προϊστάμενοι. Οι πληροφορίες θα πρέπει να διαγράφονται εντελώς από το φάκελο του ατόμου μετά την πάροδο ενός εύλογου χρονικού διαστήματος.

 

Αυτές οι δώδεκα αρχές βρίσκονται ακόμα σε φάση διαβούλευσης από τα μέλη του EU Staff for Europe, σύμφωνα με την πρόοδο του κανονιστικού πλαισίου που θα αποφασιστεί από την ΑΔΑ.